- Καδμείους
- Καδμεΐους , Καδμεῖοςthe Cadmeansmasc acc plΚαδμεί̱ους , Καδμεῖοςthe Cadmeansmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οδοντοφυής — ὀδοντοφυής, ές (Α) (για τους Σπαρτούς, δηλαδή τους Καδμείους) αυτός που γεννήθηκε από δόντι δράκοντα («δράκοντος γένναν ὀδοντοφυῆ» Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατο φυής] … Dictionary of Greek